- γνωρίμως
- γνώριμοςwell-knownadverbialγνώριμοςwell-knownmasc acc pl (doric)γνώριμοςwell-knownadverbialγνώριμοςwell-knownmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γνωρίμως — επίρρ. βλ. γνώριμος … Dictionary of Greek
γνώριμος — η, ο (AM γνώριμος, ον) 1. γνωστός, αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. οικείος, εκείνος με τον οποίο έχει κάποιος φιλικές σχέσεις νεοελλ. χρυσοπράσινος σκαραβαίος με λευκά στίγματα αρχ. Ι. 1. μαθητής, οπαδός 2. συγγενής 3. διακεκριμένος, διάσημος … Dictionary of Greek